σπουδασμένος — η, ο βλ. σπουδάζω … Dictionary of Greek
σπουδάζω — σπουδάζω, σπούδασα, σπουδασμένος και σπουδαγμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπουδάζω : η μτχ. σπουδασμένος (ή σπουδαγμένος) χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μορφωμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… … Dictionary of Greek
Σαββίδης, Συμεών — Έλληνας ζωγράφος (Toκάτ, Μ. Ασία 1859 Αθήνα 1927). Σπούδασε στην Αθήνα στο σχολείο των Τεχνών, με δάσκαλο το Ν. Λύτρα και ύστερα στο, Μόναχο (1880), με δάσκαλο, μεταξύ άλλων, το Ν. Γύζη. Εκεί πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, συχνά… … Dictionary of Greek
εγγράμματος — η, ο 1. που γνωρίζει γράμματα, δηλ. ανάγνωση και γραφή. 2. ο γραμματισμένος, μορφωμένος, σπουδασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφωμένος — η, ο ο σπουδασμένος,ο εγγράμματος, ο πνευματικά καλλιεργημένος: Παρόλο που είναι μορφωμένη, κάνει παρέα με αγράμματους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδάζω — σπούδασα, σπουδαγμένος και σπουδασμένος 1. ασχολούμαι συστηματικά με την εκμάθηση κάποιας τέχνης ή επιστήμης: Ο μεγάλος γιος του σπουδάζει γιατρός. 2. παρέχω τα μέσα σε κάποιον να σπουδάσει: Φιλοδοξία του είναι να σπουδάσει όλα του τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)